-
1 παρεγγράφω
2 in bad sense, mterpolate,τι ἐν ψηφίσματι Aeschin.3.74
, cf. Plu.CG17, Gal.15.9 ([voice] Pass.), 17(1).606 ;ἔπος ἐν τῷ καταλόγῳ Str.9.1.10
;π. ἑαυτὸν ταῖς διαθήκαις Luc. Ind. 19
; enrol illegally among the citizens, εἰς τοὺς φυλέτας Id.Bis Acc.27 ;παρεγγραφεὶς πολίτης Aeschin.2.76
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρεγγράφω
См. также в других словарях:
παρεγγράφω — ΝΜΑ [εγγράφω] νεοελλ. φρ. «παρεγγεγραμμένος κύκλος σε τρίγωνο» μαθημ. κύκλος που εφάπτεται μιας πλευράς και τών προεκτάσεων τών δύο άλλων πλευρών τού τριγώνου (μσν. αρχ.) 1. παρενείρω, εισάγω αντικανονικά ή παράνομα («παρέγραψεν ἑαυτὸν ταῑς… … Dictionary of Greek